- παρακατορύσσω
- Απαραχώνω ή φυτεύω κάτι δίπλα σε κάτι άλλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρακατορύξαντα — παρακατορύσσω bury aor part act neut nom/voc/acc pl παρακατορύσσω bury aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακατορύττουσιν — παρακατορύσσω bury pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παρακατορύσσω bury pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)